ατείχιστος

ατείχιστος
-η, -ο (AM ἀτείχιστος, -ον)
αυτός που δεν περιβάλλεται με τείχη, ο ανοχύρωτος
αρχ.
εκείνος που δεν έχει αποκλειστεί με τείχος το οποίο κατασκεύασαν οι εχθροί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀτείχιστος — unwalled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατείχιστος, -η — ο αυτός που δεν προστατεύτηκε με τείχος, ανοχύρωτος: Η Σπάρτη σ όλη την αρχαιότητα ήταν ατείχιστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτειχίστως — ἀτείχιστος unwalled adverbial ἀτείχιστος unwalled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτείχιστον — ἀτείχιστος unwalled masc/fem acc sg ἀτείχιστος unwalled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειχίστοις — ἀτείχιστος unwalled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειχίστου — ἀτείχιστος unwalled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειχίστους — ἀτείχιστος unwalled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειχίστων — ἀτείχιστος unwalled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτειχίστῳ — ἀτείχιστος unwalled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτείχιστα — ἀτείχιστος unwalled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”